τετραπληγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τετραπληγία | οι | τετραπληγίες |
| γενική | της | τετραπληγίας | των | τετραπληγιών |
| αιτιατική | την | τετραπληγία | τις | τετραπληγίες |
| κλητική | τετραπληγία | τετραπληγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τετραπληγία θηλυκό
- (ιατρική): πάθηση της άνω μοίρας της σπονδυλικής στήλης, συνηθέστερα από κάκωση, με συνέπεια την παράλυση των άνω και κάτω άκρων (χεριών και ποδιών)
Συγγενικά
- διπληγία
- ημιπληγία
- μονοπληγία
- παραπληγία
- τριπληγία
Μεταφράσεις
τετραπληγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.