ημιπληγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημιπληγικός | η | ημιπληγική | το | ημιπληγικό |
| γενική | του | ημιπληγικού | της | ημιπληγικής | του | ημιπληγικού |
| αιτιατική | τον | ημιπληγικό | την | ημιπληγική | το | ημιπληγικό |
| κλητική | ημιπληγικέ | ημιπληγική | ημιπληγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημιπληγικοί | οι | ημιπληγικές | τα | ημιπληγικά |
| γενική | των | ημιπληγικών | των | ημιπληγικών | των | ημιπληγικών |
| αιτιατική | τους | ημιπληγικούς | τις | ημιπληγικές | τα | ημιπληγικά |
| κλητική | ημιπληγικοί | ημιπληγικές | ημιπληγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημιπληγικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hémiplégique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hemiplegic[1] < αρχαία ελληνική ἡμι- + πληγή
Μεταφράσεις
ημιπληγικός
|
- ημιπληγικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.