ηλεκτρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ηλεκτρισμός | οι | ηλεκτρισμοί |
| γενική | του | ηλεκτρισμού | των | ηλεκτρισμών |
| αιτιατική | τον | ηλεκτρισμό | τους | ηλεκτρισμούς |
| κλητική | ηλεκτρισμέ | ηλεκτρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηλεκτρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική électricité ή από την αγγλική electricity < υστερολατινική electricitas < electrum < αρχαία ελληνική ἤλεκτρ(ον) + -ισμός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.lek.tɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λε‐κτρι‐σμός
Ουσιαστικό
ηλεκτρισμός αρσενικό
- (φυσική) απόκτηση ηλεκτρικού φορτίου
- ↪ Το ήλεκτρο ήταν το πρώτο υλικό που παρατηρήθηκε να έχει φορτίο, το οποίο έδωσε το όνομά του στο φαινόμενο, τον ηλεκτρισμό.
- (φυσική) η κίνηση των ηλεκτρονίων που μεταφέρει ενέργεια
- (φυσική) κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τα ηλεκτρικά φαινόμενα
Σύνθετα
- βιοηλεκτρισμός
- θερμοηλεκτρισμός
- υδροηλεκτρισμός
- λήγουν σε -ηλεκτρισμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά
- ηλεκτρόδιο
- ηλεκτρονικός
- ηλεκτρόνιο
- ηλεκτρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ηλεκτρο- στο Βικιλεξικό
→ και δείτε τη λέξη ήλεκτρο
Μεταφράσεις
ηλεκτρισμός
|
Αναφορές
- ηλεκτρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.