ηλεκτρικό φορτίο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  ηλεκτρικός και φορτίο

Πολυλεκτικός όρος

ηλεκτρικό φορτίο ουδέτερο

  1. η ηλεκτρική ενέργεια που φέρει ένα σώμα φορτισμένο με στατικό ηλεκτρισμό. Μετριέται σε coulomb
  2. κβαντικός αριθμός που αναφέρεται στα υποατομικά σωματίδια και προσδιορίζει τις ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις τους
    το ηλεκτρόνιο έχει ηλεκτρικό φορτίο -1 και το πρωτόνιο +1

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.