ἤλεκτρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἤλεκτρον | τὰ | ἤλεκτρᾰ |
| γενική | τοῦ | ἠλέκτρου | τῶν | ἠλέκτρων |
| δοτική | τῷ | ἠλέκτρῳ | τοῖς | ἠλέκτροις |
| αιτιατική | τὸ | ἤλεκτρον | τὰ | ἤλεκτρᾰ |
| κλητική ὦ! | ἤλεκτρον | ἤλεκτρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἠλέκτρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἠλέκτροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἤλεκτρον < προελληνική [1]
- ἤλεκτρος (αρσενικό ή θηλυκό)
Πηγές
- ἤλεκτρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἤλεκτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.