ἤλεκτρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἤλεκτρον τὰ ἤλεκτρ
      γενική τοῦ ἠλέκτρου τῶν ἠλέκτρων
      δοτική τῷ ἠλέκτρ τοῖς ἠλέκτροις
    αιτιατική τὸ ἤλεκτρον τὰ ἤλεκτρ
     κλητική ! ἤλεκτρον ἤλεκτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἠλέκτρω
γεν-δοτ τοῖν  ἠλέκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἤλεκτρον < προελληνική [1]

Ουσιαστικό

ἤλεκτρον ουδέτερο

  1. κεχριμπάρι
  2. κράμα χρυσού και αργύρου

  • ἤλεκτρος (αρσενικό ή θηλυκό)

Πηγές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.