υδροηλεκτρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδροηλεκτρισμός οι υδροηλεκτρισμοί
      γενική του υδροηλεκτρισμού των υδροηλεκτρισμών
    αιτιατική τον υδροηλεκτρισμό τους υδροηλεκτρισμούς
     κλητική υδροηλεκτρισμέ υδροηλεκτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδροηλεκτρισμός < υδρο- + ηλεκτρισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðɾo.i.lek.tɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υδροηλεκτρισμός

Ουσιαστικό

υδροηλεκτρισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.