δογματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δογματικός | η | δογματική | το | δογματικό |
| γενική | του | δογματικού | της | δογματικής | του | δογματικού |
| αιτιατική | τον | δογματικό | τη | δογματική | το | δογματικό |
| κλητική | δογματικέ | δογματική | δογματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δογματικοί | οι | δογματικές | τα | δογματικά |
| γενική | των | δογματικών | των | δογματικών | των | δογματικών |
| αιτιατική | τους | δογματικούς | τις | δογματικές | τα | δογματικά |
| κλητική | δογματικοί | δογματικές | δογματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δογματικός < αρχαία ελληνική δογματικός < δόγμα
Συγγενικά
- δόγμα
- δογματίζω
- δογματικώς
- δογματισμός
- δογματιστής
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.