ηθικολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηθικολογία οι ηθικολογίες
      γενική της ηθικολογίας των ηθικολογιών
    αιτιατική την ηθικολογία τις ηθικολογίες
     κλητική ηθικολογία ηθικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηθικολογία < ηθικο- + -λογία (απόδοση για τη γαλλική moralisation)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.θi.ko.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηθικολογία

Ουσιαστικό

ηθικολογία θηλυκό

  1. επιφανειακή, υποκριτική και ρηχή προσέγγιση και κουβέντα για την ηθική
  2. (παρωχημένο, φιλοσοφία) σύστημα φιλοσοφικής ηθικής

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.