ζυγισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυγισμένος η ζυγισμένη το ζυγισμένο
      γενική του ζυγισμένου της ζυγισμένης του ζυγισμένου
    αιτιατική τον ζυγισμένο τη ζυγισμένη το ζυγισμένο
     κλητική ζυγισμένε ζυγισμένη ζυγισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυγισμένοι οι ζυγισμένες τα ζυγισμένα
      γενική των ζυγισμένων των ζυγισμένων των ζυγισμένων
    αιτιατική τους ζυγισμένους τις ζυγισμένες τα ζυγισμένα
     κλητική ζυγισμένοι ζυγισμένες ζυγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζυγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυγίζω

Μετοχή

ζυγισμένος, -η, -ο

  1. που έχει ζυγιστεί για να βρεθεί το βάρος του
  2. (μεταφορικά) που είναι αποτέλεσμα σκέψης και σωστού υπολογισμού
    τα λόγια του ήταν καλά ζυγισμένα
  3. ευθυγραμμισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.