ευθυγραμμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευθυγραμμισμένος | η | ευθυγραμμισμένη | το | ευθυγραμμισμένο |
| γενική | του | ευθυγραμμισμένου | της | ευθυγραμμισμένης | του | ευθυγραμμισμένου |
| αιτιατική | τον | ευθυγραμμισμένο | την | ευθυγραμμισμένη | το | ευθυγραμμισμένο |
| κλητική | ευθυγραμμισμένε | ευθυγραμμισμένη | ευθυγραμμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευθυγραμμισμένοι | οι | ευθυγραμμισμένες | τα | ευθυγραμμισμένα |
| γενική | των | ευθυγραμμισμένων | των | ευθυγραμμισμένων | των | ευθυγραμμισμένων |
| αιτιατική | τους | ευθυγραμμισμένους | τις | ευθυγραμμισμένες | τα | ευθυγραμμισμένα |
| κλητική | ευθυγραμμισμένοι | ευθυγραμμισμένες | ευθυγραμμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευθυγραμμισμένος < ευθυγραμμίζω
Μετοχή
ευθυγραμμισμένος, -η, -ο
- που έχει τοποθετηθεί σε ευθεία γραμμή με άλλον
- (πολιτική), (οικονομία): (μεταφορικά): που ακολουθεί πιστά μία άποψη, θέση, σχεδιασμό, προγραμματισμό, δόγμα κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.