καταπιεστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταπιεστής οι καταπιεστές
      γενική του καταπιεστή των καταπιεστών
    αιτιατική τον καταπιεστή τους καταπιεστές
     κλητική καταπιεστή καταπιεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταπιεστής < καταπιέζω + -τής

Ουσιαστικό

καταπιεστής αρσενικό (θηλυκό: καταπιέστρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.