καταπιεστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταπιεστής | οι | καταπιεστές |
| γενική | του | καταπιεστή | των | καταπιεστών |
| αιτιατική | τον | καταπιεστή | τους | καταπιεστές |
| κλητική | καταπιεστή | καταπιεστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καταπιεστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.