ζορμπαλίδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζορμπαλίδικος | η | ζορμπαλίδικη | το | ζορμπαλίδικο |
| γενική | του | ζορμπαλίδικου | της | ζορμπαλίδικης | του | ζορμπαλίδικου |
| αιτιατική | τον | ζορμπαλίδικο | τη | ζορμπαλίδικη | το | ζορμπαλίδικο |
| κλητική | ζορμπαλίδικε | ζορμπαλίδικη | ζορμπαλίδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζορμπαλίδικοι | οι | ζορμπαλίδικες | τα | ζορμπαλίδικα |
| γενική | των | ζορμπαλίδικων | των | ζορμπαλίδικων | των | ζορμπαλίδικων |
| αιτιατική | τους | ζορμπαλίδικους | τις | ζορμπαλίδικες | τα | ζορμπαλίδικα |
| κλητική | ζορμπαλίδικοι | ζορμπαλίδικες | ζορμπαλίδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζορμπαλίδικος < από το ζορμπαλής
Επίθετο
ζορμπαλίδικος, -η, -ο
- αυθαίρετος, αυταρχικός, βίαιος, καταπιεστικός
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ζορμπαλίδικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.