ζορμπαλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζορμπαλής οι ζορμπαλήδες
      γενική του ζορμπαλή των ζορμπαλήδων
    αιτιατική τον ζορμπαλή τους ζορμπαλήδες
     κλητική ζορμπαλή ζορμπαλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζορμπαλής < ζορμπ(άς) + -αλής

Ουσιαστικό

ζορμπαλής αρσενικό

  • άνθρωπος αυταρχικός, καταπιεστικός, σατράπης, βίαιος, της αυθαιρεσίας και του έτσι θέλω.
Ζορμπαλής είναι και ό,τι θέλει κάνει!

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.