αντάρτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντάρτης οι αντάρτες
      γενική του αντάρτη των ανταρτών
    αιτιατική τον αντάρτη τους αντάρτες
     κλητική αντάρτη αντάρτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντάρτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντάρτης[1] < ἀνταίρω (ξεσηκώνω, εξεγείρω) < ἀντί + αἴρω

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdaɾ.tis/
ΔΦΑ : /aˈdaɾ.tis/ σε γρήγορο λόγο
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντάρτης

Ουσιαστικό

αντάρτης αρσενικό (θηλυκό αντάρτισσα)

  1. αυτός που εξεγείρεται ένοπλα εναντίον κάποιου καθεστώτος
  2. (ειδικότερα) που είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως στρατιώτης
    Ο παππούς μου ήταν αντάρτης στην περίοδο της κατοχής. Πολεμούσε τους κατακτητές.
  3. (μεταφορικά) ο απείθαρχος
    Αυτός ο μικρός είναι αντάρτης. Δεν υποκύπτει ούτε στη μάνα του.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.