εξεγερμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξεγερμένος η εξεγερμένη το εξεγερμένο
      γενική του εξεγερμένου της εξεγερμένης του εξεγερμένου
    αιτιατική τον εξεγερμένο την εξεγερμένη το εξεγερμένο
     κλητική εξεγερμένε εξεγερμένη εξεγερμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξεγερμένοι οι εξεγερμένες τα εξεγερμένα
      γενική των εξεγερμένων των εξεγερμένων των εξεγερμένων
    αιτιατική τους εξεγερμένους τις εξεγερμένες τα εξεγερμένα
     κλητική εξεγερμένοι εξεγερμένες εξεγερμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξεγερμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξεγείρω, εξεγείρομαι

Μετοχή

εξεγερμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εξεγείρομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.