νιόβιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Nb
  • Ατομικός αριθμός : 41
  • Προηγούμενο = Zr
  • Επόμενο = Mo

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

νιόβιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική niobium < αρχαία ελληνική Νιόβη

Ουσιαστικό

νιόβιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιόβιο τα νιόβια
      γενική του νιόβιου
& νιοβίου
των νιόβιων
& νιοβίων
    αιτιατική το νιόβιο τα νιόβια
     κλητική νιόβιο νιόβια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.