τετραχλωροζιρκόνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραχλωροζιρκόνιο τα τετραχλωροζιρκόνια
      γενική του τετραχλωροζιρκονίου
& τετραχλωροζιρκόνιου
των τετραχλωροζιρκονίων
    αιτιατική το τετραχλωροζιρκόνιο τα τετραχλωροζιρκόνια
     κλητική τετραχλωροζιρκόνιο τετραχλωροζιρκόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραχλωροζιρκόνιο < τετρα- + χλώριο + ζιρκόνιο

Ουσιαστικό

τετραχλωροζιρκόνιο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.