ζευγολατιό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζευγολατιό τα ζευγολατιά
      γενική του ζευγολατιού των ζευγολατιών
    αιτιατική το ζευγολατιό τα ζευγολατιά
     κλητική ζευγολατιό ζευγολατιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζευγολατιό < ζευγολάτης + -ιό < αρχαία ελληνική ζευγηλάτης < ζεῦγος + ἐλαύνω

Ουσιαστικό

ζευγολατιό ουδέτερο

(λαϊκότροπο)
  1. ζευγάρι ζώων που έχουν ζευχθεί σε ζυγό
  2. χωράφι που καλλιεργείται ή μπορεί να καλλιεργηθεί
  3. αγροικία, αγρόκτημα, υποστατικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.