ζευγολατιό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζευγολατιό | τα | ζευγολατιά |
| γενική | του | ζευγολατιού | των | ζευγολατιών |
| αιτιατική | το | ζευγολατιό | τα | ζευγολατιά |
| κλητική | ζευγολατιό | ζευγολατιά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζευγολατιό < ζευγολάτης + -ιό < αρχαία ελληνική ζευγηλάτης < ζεῦγος + ἐλαύνω
Ουσιαστικό
ζευγολατιό ουδέτερο
- (λαϊκότροπο)
- ζευγάρι ζώων που έχουν ζευχθεί σε ζυγό
- χωράφι που καλλιεργείται ή μπορεί να καλλιεργηθεί
- αγροικία, αγρόκτημα, υποστατικό
Συγγενικά
- ζευγολάτης
- → δείτε τις λέξεις ζεύγος και ελαύνω
Μεταφράσεις
ζευγολατιό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.