ελεφαντοστό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελεφαντοστό τα ελεφαντοστά
      γενική του ελεφαντοστού των ελεφαντοστών
    αιτιατική το ελεφαντοστό τα ελεφαντοστά
     κλητική ελεφαντοστό ελεφαντοστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελεφαντοστό < λείπει η ετυμολογία
αντικείμενα φτιαγμένα από ελεφαντοστό (17ος αι.)

Ουσιαστικό

ελεφαντοστό ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.