ζαριά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζαριά < ζάρι

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαριά οι ζαριές
      γενική της ζαριάς των ζαριών
    αιτιατική τη ζαριά τις ζαριές
     κλητική ζαριά ζαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζαριά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.