ζάπλουτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζάπλουτος η ζάπλουτη το ζάπλουτο
      γενική του ζάπλουτου της ζάπλουτης του ζάπλουτου
    αιτιατική τον ζάπλουτο τη ζάπλουτη το ζάπλουτο
     κλητική ζάπλουτε ζάπλουτη ζάπλουτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζάπλουτοι οι ζάπλουτες τα ζάπλουτα
      γενική των ζάπλουτων των ζάπλουτων των ζάπλουτων
    αιτιατική τους ζάπλουτους τις ζάπλουτες τα ζάπλουτα
     κλητική ζάπλουτοι ζάπλουτες ζάπλουτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζάπλουτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζάπλουτος[1] < ζά- + πλοῦτος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈza.plu.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζάπλουτος

Επίθετο

ζάπλουτος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ζάπλουτος τὸ ζάπλουτον
      γενική τοῦ/τῆς ζαπλούτου τοῦ ζαπλούτου
      δοτική τῷ/τῇ ζαπλούτ τῷ ζαπλούτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ζάπλουτον τὸ ζάπλουτον
     κλητική ! ζάπλουτε ζάπλουτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ζάπλουτοι τὰ ζάπλουτ
      γενική τῶν ζαπλούτων τῶν ζαπλούτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ζαπλούτοις τοῖς ζαπλούτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ζαπλούτους τὰ ζάπλουτ
     κλητική ! ζάπλουτοι ζάπλουτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζαπλούτω τὼ ζαπλούτω
      γεν-δοτ τοῖν ζαπλούτοιν τοῖν ζαπλούτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζάπλουτος < ζά- (επιτατικό μόριο) + πλοῦτος

Επίθετο

ζάπλουτος, -ος, -ον

Συγγενικά

Απόγονοι

ζάπλουτος (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: ζάπλουτος
λατινικά: saplutus

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.