ζάπλουτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζάπλουτος | η | ζάπλουτη | το | ζάπλουτο |
| γενική | του | ζάπλουτου | της | ζάπλουτης | του | ζάπλουτου |
| αιτιατική | τον | ζάπλουτο | τη | ζάπλουτη | το | ζάπλουτο |
| κλητική | ζάπλουτε | ζάπλουτη | ζάπλουτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζάπλουτοι | οι | ζάπλουτες | τα | ζάπλουτα |
| γενική | των | ζάπλουτων | των | ζάπλουτων | των | ζάπλουτων |
| αιτιατική | τους | ζάπλουτους | τις | ζάπλουτες | τα | ζάπλουτα |
| κλητική | ζάπλουτοι | ζάπλουτες | ζάπλουτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζάπλουτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζάπλουτος[1] < ζά- + πλοῦτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈza.plu.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζά‐πλου‐τος
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη πάμπλουτος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ζάπλουτος
|
Αναφορές
- ζάπλουτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ζάπλουτος | τὸ | ζάπλουτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ζαπλούτου | τοῦ | ζαπλούτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ζαπλούτῳ | τῷ | ζαπλούτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ζάπλουτον | τὸ | ζάπλουτον | ||
| κλητική ὦ! | ζάπλουτε | ζάπλουτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ζάπλουτοι | τὰ | ζάπλουτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ζαπλούτων | τῶν | ζαπλούτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ζαπλούτοις | τοῖς | ζαπλούτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ζαπλούτους | τὰ | ζάπλουτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ζάπλουτοι | ζάπλουτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζαπλούτω | τὼ | ζαπλούτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζαπλούτοιν | τοῖν | ζαπλούτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ζάπλουτος, -ος, -ον
- πολύ πλούσιος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 32.5
- πολλοὶ μὲν γὰρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἄνολβοί εἰσι, πολλοὶ δὲ μετρίως ἔχοντες βίου εὐτυχέες.
- Γιατί υπάρχουν ζάπλουτοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι όμως, και άλλοι με μετρημένα αγαθά, αλλά ευτυχείς.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- πολλοὶ μὲν γὰρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἄνολβοί εἰσι, πολλοὶ δὲ μετρίως ἔχοντες βίου εὐτυχέες.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 1282 (1281-1282)
- κακῶν δὲ λέκτρων μὴ ᾽πιθυμίαν ἔχειν, | μηδ᾽ εἰ ζαπλούτους οἴσεται φερνὰς δόμοις;
- και ν᾽ αποφεύγει τους κακούς τούς γάμους, | ακόμα κι αν του φέρνουνε πολλά προικιά.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- κακῶν δὲ λέκτρων μὴ ᾽πιθυμίαν ἔχειν, | μηδ᾽ εἰ ζαπλούτους οἴσεται φερνὰς δόμοις;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 32.5
Πηγές
- ζάπλουτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζάπλουτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.