εὔφορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔφορος | τὸ | εὔφορον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐφόρου | τοῦ | εὐφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐφόρῳ | τῷ | εὐφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔφορον | τὸ | εὔφορον | ||
| κλητική ὦ! | εὔφορε | εὔφορον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὔφοροι | τὰ | εὔφορᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὐφόρων | τῶν | εὐφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐφόροις | τοῖς | εὐφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐφόρους | τὰ | εὔφορᾰ | ||
| κλητική ὦ! | εὔφοροι | εὔφορᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐφόρω | τὼ | εὐφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐφόροιν | τοῖν | εὐφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εὔφορος < εὐ- + φορός
Επίθετο
εὔφορος, -ος, -ον
- που είναι υποφερτός με υπομονή ή ευχαρίστηση
- που κρατιέται εύκολα
- που εξαπλώνεται με γρήγορη ταχύτητα
- χαρακτηρισμός για ενεργητικό σώμα
Συγγενικά
- Εὔφορος (όνομα)
- πανεύφορος
Πηγές
- εὔφορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔφορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.