εξαπλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εξαπλώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εξαπλώνω
- διαδίδομαι, επεκτείνομαι, απλώνομαι σε μεγαλύτερη έκταση, αποκτώ μεγαλύτερη επιρροή ή διαστάσεις
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξαπλώνομαι | εξαπλωνόμουν(α) | θα εξαπλώνομαι | να εξαπλώνομαι | ||
| β' ενικ. | εξαπλώνεσαι | εξαπλωνόσουν(α) | θα εξαπλώνεσαι | να εξαπλώνεσαι | (εξαπλώνου) | |
| γ' ενικ. | εξαπλώνεται | εξαπλωνόταν(ε) | θα εξαπλώνεται | να εξαπλώνεται | ||
| α' πληθ. | εξαπλωνόμαστε | εξαπλωνόμαστε εξαπλωνόμασταν |
θα εξαπλωνόμαστε | να εξαπλωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξαπλώνεστε | εξαπλωνόσαστε εξαπλωνόσασταν |
θα εξαπλώνεστε | να εξαπλώνεστε | (εξαπλώνεστε) | |
| γ' πληθ. | εξαπλώνονται | εξαπλώνονταν εξαπλωνόντουσαν |
θα εξαπλώνονται | να εξαπλώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξαπλώθηκα | θα εξαπλωθώ | να εξαπλωθώ | εξαπλωθεί | ||
| β' ενικ. | εξαπλώθηκες | θα εξαπλωθείς | να εξαπλωθείς | εξαπλώσου | ||
| γ' ενικ. | εξαπλώθηκε | θα εξαπλωθεί | να εξαπλωθεί | |||
| α' πληθ. | εξαπλωθήκαμε | θα εξαπλωθούμε | να εξαπλωθούμε | |||
| β' πληθ. | εξαπλωθήκατε | θα εξαπλωθείτε | να εξαπλωθείτε | εξαπλωθείτε | ||
| γ' πληθ. | εξαπλώθηκαν εξαπλωθήκαν(ε) |
θα εξαπλωθούν(ε) | να εξαπλωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξαπλωθεί | είχα εξαπλωθεί | θα έχω εξαπλωθεί | να έχω εξαπλωθεί | εξαπλωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξαπλωθεί | είχες εξαπλωθεί | θα έχεις εξαπλωθεί | να έχεις εξαπλωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξαπλωθεί | είχε εξαπλωθεί | θα έχει εξαπλωθεί | να έχει εξαπλωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξαπλωθεί | είχαμε εξαπλωθεί | θα έχουμε εξαπλωθεί | να έχουμε εξαπλωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξαπλωθεί | είχατε εξαπλωθεί | θα έχετε εξαπλωθεί | να έχετε εξαπλωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξαπλωθεί | είχαν εξαπλωθεί | θα έχουν εξαπλωθεί | να έχουν εξαπλωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.