πανεύφορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πανεύφορος | τὸ | πανεύφορον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πανευφόρου | τοῦ | πανευφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πανευφόρῳ | τῷ | πανευφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πανεύφορον | τὸ | πανεύφορον | ||
| κλητική ὦ! | πανεύφορε | πανεύφορον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πανεύφοροι | τὰ | πανεύφορᾰ | ||
| γενική | τῶν | πανευφόρων | τῶν | πανευφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πανευφόροις | τοῖς | πανευφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πανευφόρους | τὰ | πανεύφορᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πανεύφοροι | πανεύφορᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανευφόρω | τὼ | πανευφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πανευφόροιν | τοῖν | πανευφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανεύφορος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παν- + εὔφορος
Πηγές
- πανεύφορος σελ.5380 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- πανεύφορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.