εἶδον
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
εἶδον
< ρίζα Fειδ και Fιδ από το
εἴδω
[1]
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
weyd
(
βλέπω
Ρηματικός τύπος
εἶδον
πρώτο πρόσωπο εν. αορίστου β΄ του
ὁράω
-ῶ
Συγγενικά
εἶδος
εἰδήμων
εἰδύλλιον
εἴδησις
εἴδωλον
εἰδότως
Κλίση
→
δείτε
τη
λέξη
ὁράω
που αλληλοσυμπληρώνει τους χρόνους του με του
ὁράω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.