convenient

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός convenient
συγκριτικός more convenient
υπερθετικός most convenient

Επίθετο

convenient (en)

  • βολικός, άνετος, βολεύει, κάτι είναι χρήσιμο, εύκολο ή γρήγορο και δεν προκαλεί προβλήματα
    Small cars are convenient to park.
    Tα μικρά αυτοκίνητα είναι βολικά στο παρκάρισμα.
    The house is big but not convienient.
    Το σπίτι είναι μεγάλο αλλά όχι άνετο.
    What time is convenient for you?
    Τι ώρα σε βολεύει;

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.