εύφημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύφημος | η | εύφημη & εύφημος |
το | εύφημο |
| γενική | του | εύφημου & ευφήμου |
της | εύφημης & ευφήμου |
του | εύφημου & ευφήμου |
| αιτιατική | τον | εύφημο | την | εύφημη & εύφημο |
το | εύφημο |
| κλητική | εύφημε | εύφημη & εύφημε |
εύφημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύφημοι | οι | εύφημες & εύφημοι |
τα | εύφημα |
| γενική | των | εύφημων & ευφήμων |
των | εύφημων & ευφήμων |
των | εύφημων & ευφήμων |
| αιτιατική | τους | εύφημους & ευφήμους |
τις | εύφημες & ευφήμους |
τα | εύφημα |
| κλητική | εύφημοι | εύφημες & εύφημοι |
εύφημα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα. Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου. | ||||||
| Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύφημος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὔφημος[1] < εὖ (εύ-) + φήμ(η) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.fi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐φη‐μος
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- εύφημος μνεία: επαινετική ενθύμηση ή αναφορά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εύφημος
|
Αναφορές
- εύφημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευφημόστομος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.