επευφήμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επευφήμηση | οι | επευφημήσεις |
| γενική | της | επευφήμησης* | των | επευφημήσεων |
| αιτιατική | την | επευφήμηση | τις | επευφημήσεις |
| κλητική | επευφήμηση | επευφημήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επευφημήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
επευφήμηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.