Εύφημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Εύφημος | οι | Εύφημοι |
| γενική | του | Εύφημου & Ευφήμου |
των | Εύφημων & Ευφήμων |
| αιτιατική | τον | Εύφημο | τους | Εύφημους & Ευφήμους |
| κλητική | Εύφημε | Εύφημοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Εύφημος < αρχαία ελληνική Εὔφημος < εὔφημος < εὖ + φήμη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.fi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Εύ‐φη‐μος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.