εὔσωμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔσωμος | τὸ | εὔσωμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐσώμου | τοῦ | εὐσώμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐσώμῳ | τῷ | εὐσώμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔσωμον | τὸ | εὔσωμον | ||
| κλητική ὦ! | εὔσωμε | εὔσωμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὔσωμοι | τὰ | εὔσωμᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὐσώμων | τῶν | εὐσώμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐσώμοις | τοῖς | εὐσώμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐσώμους | τὰ | εὔσωμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | εὔσωμοι | εὔσωμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐσώμω | τὼ | εὐσώμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐσώμοιν | τοῖν | εὐσώμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εὔσωμος (ελληνιστική κοινή) < εὖ + σῶμα, μορφολογικά αναλύεται εὔ- + -σωμος
Πηγές
- εὔσωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.