ευρεσιτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευρεσιτεχνία | οι | ευρεσιτεχνίες |
| γενική | της | ευρεσιτεχνίας | των | ευρεσιτεχνιών |
| αιτιατική | την | ευρεσιτεχνία | τις | ευρεσιτεχνίες |
| κλητική | ευρεσιτεχνία | ευρεσιτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευρεσιτεχνία < αρχαία ελληνική εὕρεσι(ς) + -τεχνία
Ουσιαστικό
ευρεσιτεχνία θηλυκό
- η ανακάλυψη νέου τεχνικού μέσου, προϊόντος, οργάνου, μεθόδου ή διαδικασίας
Πολυλεκτικοί όροι
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας: επίσημη κατοχύρωση της ιδιοκτησίας μιας εφεύρεσης
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ευρεσιτέχνης
- ευρεσίτεχνο (δίπλωμα ευρεσιτεχνίας)
- εὑρεσίτεχνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.