εὑρεσίτεχνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὑρεσίτεχνος | τὸ | εὑρεσίτεχνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὑρεσιτέχνου | τοῦ | εὑρεσιτέχνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὑρεσιτέχνῳ | τῷ | εὑρεσιτέχνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὑρεσίτεχνον | τὸ | εὑρεσίτεχνον | ||
| κλητική ὦ! | εὑρεσίτεχνε | εὑρεσίτεχνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὑρεσίτεχνοι | τὰ | εὑρεσίτεχνᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὑρεσιτέχνων | τῶν | εὑρεσιτέχνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὑρεσιτέχνοις | τοῖς | εὑρεσιτέχνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὑρεσιτέχνους | τὰ | εὑρεσίτεχνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | εὑρεσίτεχνοι | εὑρεσίτεχνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὑρεσιτέχνω | τὼ | εὑρεσιτέχνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὑρεσιτέχνοιν | τοῖν | εὑρεσιτέχνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εὑρεσίτεχνος < αρχαία ελληνική εὑρίσκω + τέχνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- εὑρεσίτεχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.