ευρεσιτέχνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ευρεσιτέχνης | οι | ευρεσιτέχνες |
| γενική | του | ευρεσιτέχνη | των | ευρεσιτεχνών |
| αιτιατική | τον | ευρεσιτέχνη | τους | ευρεσιτέχνες |
| κλητική | ευρεσιτέχνη | ευρεσιτέχνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευρεσιτέχνης < ευρεσιτεχνία + -ης (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
ευρεσιτέχνης αρσενικό
- αυτός που κατέχει πιστοποιητικό ευρεσιτεχνίας
- (κατ’ επέκταση) επινοητικός, εφευρετικός
Μεταφράσεις
ευρεσιτέχνης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.