ευμάρεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευμάρεια οι ευμάρειες
      γενική της ευμάρειας των ευμαρειών
    αιτιατική την ευμάρεια τις ευμάρειες
     κλητική ευμάρεια ευμάρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευμάρεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμάρεια < εὐμαρής < εὖ + μάρη (χέρι) -παραβάλετε το εὐχέρεια

Προφορά

ΔΦΑ : /evˈma.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευμάρεια

Ουσιαστικό

ευμάρεια θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.