ευδαιμονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευδαιμονία οι ευδαιμονίες
      γενική της ευδαιμονίας των ευδαιμονιών
    αιτιατική την ευδαιμονία τις ευδαιμονίες
     κλητική ευδαιμονία ευδαιμονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευδαιμονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐδαιμονία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.vðe.moˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευδαιμονία

Ουσιαστικό

ευδαιμονία θηλυκό

  1. η έντονη ευτυχία
  2. η κατάσταση άνθισης, καλής τύχης, επιτυχημένης κοινωνικής κατάστασης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.