δυσπραγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσπραγία οι δυσπραγίες
      γενική της δυσπραγίας των δυσπραγιών
    αιτιατική τη δυσπραγία τις δυσπραγίες
     κλητική δυσπραγία δυσπραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσπραγία < ελληνιστική δυσπραγία

Ουσιαστικό

δυσπραγία θηλυκό

  1. έλλειψη χρηματικών πόρων, οικονομικής άνεσης

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δυσπραγία < δυσ- + -πραγῶ

Ουσιαστικό

δυσπραγία θηλυκό

  1. δυστυχία, κακοτυχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.