δυσπραγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυσπραγία | οι | δυσπραγίες |
| γενική | της | δυσπραγίας | των | δυσπραγιών |
| αιτιατική | τη | δυσπραγία | τις | δυσπραγίες |
| κλητική | δυσπραγία | δυσπραγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυσπραγία < ελληνιστική δυσπραγία
Ουσιαστικό
δυσπραγία θηλυκό
- έλλειψη χρηματικών πόρων, οικονομικής άνεσης
Μεταφράσεις
δυσπραγία
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δυσπραγία < δυσ- + -πραγῶ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.