ευλογών
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευλογών | η | ευλογούσα | το | ευλογούν |
| γενική | του | ευλογούντος & ευλογούντα1 |
της | ευλογούσας & ευλογούσης* |
του | ευλογούντος |
| αιτιατική | τον | ευλογούντα | την | ευλογούσα | το | ευλογούν |
| κλητική | ευλογών | ευλογούσα | ευλογούν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευλογούντες | οι | ευλογούσες | τα | ευλογούντα |
| γενική | των | ευλογούντων | των | ευλογουσών | των | ευλογούντων |
| αιτιατική | τους | ευλογούντες | τις | ευλογούσες | τα | ευλογούντα |
| κλητική | ευλογούντες | ευλογούσες | ευλογούντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευλογών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐλογών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εὐλογέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.vloˈɣon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐λο‐γών
Μεταφράσεις
ευλογών
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.