δοξασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δοξασμένος | η | δοξασμένη | το | δοξασμένο |
| γενική | του | δοξασμένου | της | δοξασμένης | του | δοξασμένου |
| αιτιατική | τον | δοξασμένο | τη | δοξασμένη | το | δοξασμένο |
| κλητική | δοξασμένε | δοξασμένη | δοξασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δοξασμένοι | οι | δοξασμένες | τα | δοξασμένα |
| γενική | των | δοξασμένων | των | δοξασμένων | των | δοξασμένων |
| αιτιατική | τους | δοξασμένους | τις | δοξασμένες | τα | δοξασμένα |
| κλητική | δοξασμένοι | δοξασμένες | δοξασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δοξασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου δοξάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.