εκμεταλλευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκμεταλλευόμενος | η | εκμεταλλευόμενη | το | εκμεταλλευόμενο |
| γενική | του | εκμεταλλευόμενου | της | εκμεταλλευόμενης | του | εκμεταλλευόμενου |
| αιτιατική | τον | εκμεταλλευόμενο | την | εκμεταλλευόμενη | το | εκμεταλλευόμενο |
| κλητική | εκμεταλλευόμενε | εκμεταλλευόμενη | εκμεταλλευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκμεταλλευόμενοι | οι | εκμεταλλευόμενες | τα | εκμεταλλευόμενα |
| γενική | των | εκμεταλλευόμενων | των | εκμεταλλευόμενων | των | εκμεταλλευόμενων |
| αιτιατική | τους | εκμεταλλευόμενους | τις | εκμεταλλευόμενες | τα | εκμεταλλευόμενα |
| κλητική | εκμεταλλευόμενοι | εκμεταλλευόμενες | εκμεταλλευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκμεταλλευόμενος μετοχή ενεστώτα του εκμεταλλεύομαι
Μετοχή
εκμεταλλευόμενος,η,ο
- εκείνος που εκμεταλλεύεται κάτι εις βάρος άλλων, ο εκμεταλλευτής, αλλά σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή σε σχέση με άλλη πράξη, που κατάφερε κάτι με το να εκμεταλλεύεται
- Αγόρασε πολλά ακίνητα κοψοχρονιά εκμεταλλευόμενος την κρίση ακινήτων
- που έχει την εκμετάλλευση μιας δραστηριότητας, επιχείρησης ή ακινήτου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.