επί τη ευκαιρία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επί τη ευκαιρία <  δείτε τη λέξη επί, και τις αρχαίες τῇ εὐκαιρίᾳ (δοτική πτώση)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi‿ti‿ef.ceˈɾi.a/

Έκφραση

επί τη ευκαιρία

  • με την ευκαιρία που (όταν οι περιστάσεις μου δίνουν την ευκαιρία)
    Πήγαινε, σε παρακαλώ, στην τράπεζα και επί τη ευκαιρία, πλήρωσε και το λογαριασμό αυτόν.
    άλλες μορφές: επ' ευκαιρία

  • δράττομαι της ευκαιρίας
  • επωφελούμαι της ευκαιρίας
  • με την πρώτη ευκαιρία
  • στην πρώτη ευκαιρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.