ευθανασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευθανασία | οι | ευθανασίες |
| γενική | της | ευθανασίας | των | ευθανασιών |
| αιτιατική | την | ευθανασία | τις | ευθανασίες |
| κλητική | ευθανασία | ευθανασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευθανασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐθανασία (ευτυχισμένος, εύκολος θάνατος) < εὐθανατέω / εὐθανατῶ < εὐθάνατος < εὖ (ευ-) + αρχαία ελληνική θάνατος λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική euthanasia ή από τη γαλλική euthanasie < (ελληνιστική κοινή) εὐθανασία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.fθa.naˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐θα‐να‐σί‐α
Ουσιαστικό
ευθανασία θηλυκό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ευθανασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.