προσμονή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσμονή | οι | προσμονές |
| γενική | της | προσμονής | των | προσμονών |
| αιτιατική | την | προσμονή | τις | προσμονές |
| κλητική | προσμονή | προσμονές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσμονή < προσμένω
Μεταφράσεις
προσμονή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.