ετερονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετερονομία οι ετερονομίες
      γενική της ετερονομίας των ετερονομιών
    αιτιατική την ετερονομία τις ετερονομίες
     κλητική ετερονομία ετερονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετερονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hétéronomie < αρχαία ελληνική ἕτερος + νόμος

Ουσιαστικό

ετερονομία θηλυκό

  1. η έλλειψη αυτονομίας
     αντώνυμα: αυτονομία
  2. (φιλοσοφία) έλλειψη αυτόνομης βούλησης, εξάρτηση από εξωγενείς παράγοντες (θρησκεία, νόμοι κ.λπ.)
  3. (γενετική) ανωμαλία που παρουσιάζεται κατά τη διάπλαση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.