ετερονομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ετερονομία | οι | ετερονομίες |
| γενική | της | ετερονομίας | των | ετερονομιών |
| αιτιατική | την | ετερονομία | τις | ετερονομίες |
| κλητική | ετερονομία | ετερονομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ετερονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hétéronomie < αρχαία ελληνική ἕτερος + νόμος
Ουσιαστικό
ετερονομία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ετερονομία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.