εξωγενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωγενής η εξωγενής το εξωγενές
      γενική του εξωγενούς* της εξωγενούς του εξωγενούς
    αιτιατική τον εξωγενή την εξωγενή το εξωγενές
     κλητική εξωγενή(ς) εξωγενής εξωγενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωγενείς οι εξωγενείς τα εξωγενή
      γενική των εξωγενών των εξωγενών των εξωγενών
    αιτιατική τους εξωγενείς τις εξωγενείς τα εξωγενή
     κλητική εξωγενείς εξωγενείς εξωγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξωγενής < έξω + γίγνομαι

Επίθετο

εξωγενής, -ής, -ές

  1. αυτός που προέρχεται από εξωτερικά αίτια.
  2. (βιολογία), (βοτανική): αυτός που αναπτύσσεται στην επιφάνεια ενός οργανισμού, π.χ. στους μασχαλιαίους οφθαλμούς των φυτών

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.