παππούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παππούλης | οι | παππούληδες |
| γενική | του | παππούλη | των | παππούληδων |
| αιτιατική | τον | παππούλη | τους | παππούληδες |
| κλητική | παππούλη | παππούληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παππούλης < παππ(ούς) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈpu.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παπ‐πού‐λης
- τονικό παρώνυμο: παππουλής
Ουσιαστικό
παππούλης και παπούλης αρσενικό
- (χαϊδευτικό) ο παππούς
- (χαϊδευτικό) ο γεροντάκος
- (οικείο) παπάς ή μοναχός
- παππουλής (δημοτική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.