πρεσβύτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρεσβύτης οι πρεσβύτες
      γενική του πρεσβύτη των πρεσβυτών
    αιτιατική τον πρεσβύτη τους πρεσβύτες
     κλητική πρεσβύτη πρεσβύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρεσβύτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρεσβύτης

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾeˈzvi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρεσβύτης

Ουσιαστικό

πρεσβύτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρεσβύτης οἱ πρεσβῦται
      γενική τοῦ πρεσβύτου τῶν πρεσβυτῶν
      δοτική τῷ πρεσβύτ τοῖς πρεσβύταις
    αιτιατική τὸν πρεσβύτην τοὺς πρεσβύτᾱς
     κλητική ! πρεσβῦτ πρεσβῦται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρεσβύτ
γεν-δοτ τοῖν  πρεσβύταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρεσβύτης < πρέσβυ(ς) + -της

Ουσιαστικό

πρεσβύτης αρσενικό (θηλυκό πρεσβῦτις)

  1. ο μεγάλος σε ηλικία
     συνώνυμα: πρέσβης
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 67.3
    ὧν πατέρες οἱ μὲν πρὸς ὑμᾶς τὴν Βοιωτίαν ἄγοντες ἀπέθανον ἐν Κορωνείᾳ, οἱ δὲ πρεσβῦται λελειμμένοι καὶ οἰκίαι ἐρῆμοι πολλῷ δικαιοτέραν ὑμῶν ἱκετείαν ποιοῦνται τούσδε τιμωρήσασθαι.
    Οι πατέρες των νέων αυτών, άλλοι σκοτώθηκαν στην Κορώνεια εξασφαλίζοντάς σας την συμμαχία της Βοιωτίας, κι άλλοι, γέροι, και χωρίς γιους, έχουν μείνει έρημοι και έχουν περισσότερους τίτλους να σας ζητούν να τιμωρήστε αυτούς εδώ
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
  2. η μεγάλη ηλικία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.