προχωρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προχωρημένος | η | προχωρημένη | το | προχωρημένο |
| γενική | του | προχωρημένου | της | προχωρημένης | του | προχωρημένου |
| αιτιατική | τον | προχωρημένο | την | προχωρημένη | το | προχωρημένο |
| κλητική | προχωρημένε | προχωρημένη | προχωρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προχωρημένοι | οι | προχωρημένες | τα | προχωρημένα |
| γενική | των | προχωρημένων | των | προχωρημένων | των | προχωρημένων |
| αιτιατική | τους | προχωρημένους | τις | προχωρημένες | τα | προχωρημένα |
| κλητική | προχωρημένοι | προχωρημένες | προχωρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προχωρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προχωρώ
Μετοχή
προχωρημένος, -η, -ο
- που έχει προχωρήσει στην εκμάθηση μιας τέχνης, μιας γλώσσας κλπ· που έχει φτάσει σε ένα ικανοποιητικό σημείο γνώσης, έχει όμως περιθώρια να εξελιχθεί περισσότερο
- είναι αρκετά προχωρημένος στα γαλλικά, αλλά στα γερμανικά είναι ακόμα αρχάριος
- το αντικείμενο στου οποίου τη γνώση κάποιος έχει προοδεύσει
- τα αγγλικά του είναι αρκετά προχωρημένα
- που δεν είναι πια στα αρχικά του στάδια
- προχωρημένη άνοιξη, προχωρημένη σήψη
- η ώρα είναι προχωρημένη: είναι πια αργά
Αντώνυμα
- αρχάριος (1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.