κουμκουάτ
Νέα ελληνικά (el)

Το δέντρο κουμκουάτ.

Ο καρπός κουμκουάτ.
Ετυμολογία
- κουμκουάτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική kumquat < κινεζική 柑橘 ή 金橘 (χρυσό πορτοκάλι)
Ουσιαστικό
κουμκουάτ ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό) αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο του γένους Fortunella με λογχοειδή φύλλα και άσπρα άνθη, που κατάγεται από την Κίνα και παράγει εδώδιμους καρπούς
- (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω δέντρου, ο οποίος είναι ωοειδής ή στρογγυλός, πορτοκαλής όταν ωριμάσει, και ο φλοιός του οποίου τρώγεται μαζί με τη σάρκα
-
κουμκουάτ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.