εσπεριδοειδές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εσπεριδοειδές | τα | εσπεριδοειδή |
| γενική | του | εσπεριδοειδούς | των | εσπεριδοειδών |
| αιτιατική | το | εσπεριδοειδές | τα | εσπεριδοειδή |
| κλητική | εσπεριδοειδές | εσπεριδοειδή | ||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εσπεριδοειδές < ενικός του εσπεριδοειδή
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.spe.ɾi.ðo.iˈðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σπε‐ρι‐δο‐ει‐δές
Μεταφράσεις
εσπεριδοειδές
|
→ δείτε τη λέξη εσπεριδοειδή |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.