νεραντζιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεραντζιά οι νεραντζιές
      γενική της νεραντζιάς των νεραντζιών
    αιτιατική τη νεραντζιά τις νεραντζιές
     κλητική νεραντζιά νεραντζιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεραντζιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεραντζ(έα) + με συνίζηση -ιά [1] <  και δείτε τη λέξη νεράντζι

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.ɾanˈd͡zʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεραντζιά
τονικό παρώνυμο: νεράντζια

Ουσιαστικό

νεραντζιά θηλυκό

(δέντρο) μικρό αειθαλές δέντρο (είδος Citrus aurantium) με ωοειδή φύλλα και μικρά άσπρα άνθη· έχει ως καρπό το νεράντζι που μοιάζει πολύ με το πορτοκάλι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.